engrave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | engrave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | engraves |
αόριστος | engraved |
παθητική μετοχή | engraved |
ενεργητική μετοχή | engraving |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαengrave (en)
- (μεταβατικό) χαράζω, δημιουργώ μια σχετικά βαθιά τομή στην επιφάνεια ενός αντικειμένου με οξύ όργανο
- ⮡ They engraved it on marble.
- Το χάραξαν πάνω σε μάρμαρο.
- ⮡ It was deeply engraved in my memory.
- Χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου. (μεταφορικά)
- ⮡ They engraved it on marble.