en-
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πρόθημα επεξεργασία
en- (en) (ή em- πριν από σύμφωνα, ιδίως b, p)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πρόθημα επεξεργασία
en- (fr) (ή em- πριν από σύμφωνα, όπως b, p και m)