Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυγραφία οι οξυγραφίες
      γενική της οξυγραφίας των οξυγραφιών
    αιτιατική την οξυγραφία τις οξυγραφίες
     κλητική οξυγραφία οξυγραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυγραφία < οξύ + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξυγραφία θηλυκό

  • μέθοδος χαρακτικής, σύμφωνα με την οποία, ένα ισχυρό οξύ κόβει τα μη προστατευμένα μέρη μιας επιφάνειας μετάλλων, για να δημιουργήσει ένα σχέδιο στο μέταλλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία