↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλκοτύμπανο τα χαλκοτύμπανα
      γενική του χαλκοτύμπανου
χαλκοτυμπάνου
των χαλκοτύμπανων
χαλκοτυμπάνων
    αιτιατική το χαλκοτύμπανο τα χαλκοτύμπανα
     κλητική χαλκοτύμπανο χαλκοτύμπανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκοτύμπανο < χαλκός + -ο- + τύμπανο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλκοτύμπανο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χαλκοτύμπανο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)