Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκότυπος < χαλκός + τύπτω

  Επίθετο επεξεργασία

χαλκότυπος, -ος, -ον (φέρεται διάφορο της λέξης χαλκοτύπος)

  1. εκείνος που δέχθηκε πλήγμα από χάλκινο όπλο, που προκλήθηκε από όπλο από χαλκό
    ...κατὰ χαλκοτύπους ὠτειλὰς  : στις πληγές που άνοιξαν τα όπλα, τα χάλκινα όπλα (Ιλιάδα)
  2. σφυρήλατος ως συνώνυμο του χαλκοτύπος (με το οποίο μοιραζόταν τύπους σε διάφορες πτώσεις)
    χαλκότυπος εἰκών