Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλκοπράσινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαλκοπράσιν
ος
η
χαλκοπράσιν
η
το
χαλκοπράσιν
ο
γενική
του
χαλκοπράσιν
ου
της
χαλκοπράσιν
ης
του
χαλκοπράσιν
ου
αιτιατική
τον
χαλκοπράσιν
ο
τη
χαλκοπράσιν
η
το
χαλκοπράσιν
ο
κλητική
χαλκοπράσιν
ε
χαλκοπράσιν
η
χαλκοπράσιν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαλκοπράσιν
οι
οι
χαλκοπράσιν
ες
τα
χαλκοπράσιν
α
γενική
των
χαλκοπράσιν
ων
των
χαλκοπράσιν
ων
των
χαλκοπράσιν
ων
αιτιατική
τους
χαλκοπράσιν
ους
τις
χαλκοπράσιν
ες
τα
χαλκοπράσιν
α
κλητική
χαλκοπράσιν
οι
χαλκοπράσιν
ες
χαλκοπράσιν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλκοπράσινος
<
χαλκός
και
πράσινο
Επίθετο
επεξεργασία
χαλκοπράσινος
που έχει χρώμα σε απόχρωση το πράσινου, προσομοιάζουσα στου χαλκού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλκοπράσινος