Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλκευτήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χαλκευτήρι
ο
τα
χαλκευτήρι
α
γενική
του
χαλκευτηρί
ου
&
χαλκευτήρι
ου
των
χαλκευτηρί
ων
αιτιατική
το
χαλκευτήρι
ο
τα
χαλκευτήρι
α
κλητική
χαλκευτήρι
ο
χαλκευτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλκευτήριο
<
χαλκεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαλκευτήριο
ουδέτερο
το
χαλκουργείο
, το εργαστήριο του
χαλκουργού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλκευτήριο