Δείτε επίσης: Χαλκιάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκιάς οι χαλκιάδες
      γενική του χαλκιά των χαλκιάδων
    αιτιατική τον χαλκιά τους χαλκιάδες
     κλητική χαλκιά χαλκιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκιάς < αρχαία ελληνική χαλκεύς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xalˈcas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλ‐κιάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκιάς αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία