Δείτε επίσης: νεότοκος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοτόκος η νεοτόκος
νεοτόκα
το νεοτόκο
      γενική του νεοτόκου της νεοτόκου
νεοτόκας
του νεοτόκου
    αιτιατική τον νεοτόκο τη νεοτόκο
νεοτόκα
το νεοτόκο
     κλητική νεοτόκε νεοτόκε
νεοτόκα
νεοτόκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοτόκοι οι νεοτόκοι
νεοτόκες
τα νεοτόκα
      γενική των νεοτόκων των νεοτόκων των νεοτόκων
    αιτιατική τους νεοτόκους τις νεοτόκους
νεοτόκες
τα νεοτόκα
     κλητική νεοτόκοι νεοτόκοι
νεοτόκες
νεοτόκα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοτόκος < αρχαία ελληνική νεοτόκος < νέος + τίκτω, μορφολογικά αναλύεται νεο- + -τόκος

  Επίθετο

επεξεργασία

νεοτόκος, -ος, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία