επίτοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | επίτοκος | το | επίτοκο | ||
γενική | του/της | επίτοκου | του | επίτοκου | ||
αιτιατική | τον/την | επίτοκο | το | επίτοκο | ||
κλητική | επίτοκε | επίτοκο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | επίτοκοι | τα | επίτοκα | ||
γενική | των | επίτοκων | των | επίτοκων | ||
αιτιατική | τους/τις | επίτοκους | τα | επίτοκα | ||
κλητική | επίτοκοι | επίτοκα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίτοκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίτοκος < ἐπί + τόκος (τοκετός)
- Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό.
Επίθετο
επεξεργασίαεπίτοκος, -ος, -ο [1]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίτοκος
|
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίτοκος | οι | επίτοκοι (επίτοκες) |
γενική | της | επιτόκου | των | επιτόκων |
αιτιατική | την | επίτοκο | τις | επιτόκους (επίτοκες) |
κλητική | επίτοκε (επίτοκο) | επίτοκοι (επίτοκες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
επίτοκος θηλυκό [2]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επίτοκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ως ουσιαστικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)