ετοιμόγεννος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετοιμόγεννος < ελληνιστική κοινή ἑτοιμόγεννος[1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική [2] Συγχρονικά αναλύεται σε ετοιμό- + γενν(ώ) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.tiˈmo.ʝe.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τοι‐μό‐γεν‐νος
Επίθετο επεξεργασία
ετοιμόγεννος, -η, ο
- (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) που είναι έτοιμη να γεννήσει
Συνώνυμα επεξεργασία
- επίτοκος (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ετοιμόγεννος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)