σύντεκνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύντεκνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σύντεκνος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsin.de.knos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐ντε‐κνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύντεκνος αρσενικό (θηλυκό συντέκνισσα)
- (ιδιωματικό) ο κουμπάρος, νονός παιδιού
- ↪ Ιντα λες ωρέ σύντεκνε;
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σύντεκνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας