Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σύντεκνος οι σύντεκνοι
      γενική του σύντεκνου των σύντεκνων
    αιτιατική τον σύντεκνο τους σύντεκνους
     κλητική σύντεκνε σύντεκνοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύντεκνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σύντεκνος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsin.de.knos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐ντε‐κνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύντεκνος αρσενικό (θηλυκό συντέκνισσα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία