συντέκνισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sinˈde.kni.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντέ‐κνισ‐σα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντέκνισσα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συντέκνισσα
→ δείτε τη λέξη σύντεκνος |