τοκισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοκισμός | οι | τοκισμοί |
γενική | του | τοκισμού | των | τοκισμών |
αιτιατική | τον | τοκισμό | τους | τοκισμούς |
κλητική | τοκισμέ | τοκισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοκισμός < αρχαία ελληνική τοκισμός < τοκίζω < τόκος < τίκτω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /to.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐κι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοκισμός αρσενικό
- (οικονομία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τοκίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοκισμός
|