Ετυμολογία

επεξεργασία
τοκίζω < αρχαία ελληνική τοκίζω < τόκος < τίκτω

τοκίζω (παθητική φωνή: τοκίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία