Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοκίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τοκίζω

  Ρήμα επεξεργασία

τοκίζομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία