δυστοκία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυστοκία | οι | δυστοκίες |
γενική | της | δυστοκίας | των | δυστοκιών |
αιτιατική | τη | δυστοκία | τις | δυστοκίες |
κλητική | δυστοκία | δυστοκίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυστοκία θηλυκό
- (ιατρική) οι δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την διαδικασία ενός τοκετού
- (μεταφορικά) οι δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την διαδικασία δημιουργίας ή ολοκλήρωσης ενός πράγματος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταφορικά
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δυστοκία | δυστοκία | δυστοκίαι |
Γενική | δυστοκίας | δυστοκίαιν | δυστοκιῶν |
Δοτική | δυστοκίᾳ | δυστοκίαιν | δυστοκίαις |
Αιτιατική | δυστοκίαν | δυστοκία | δυστοκίας |
Κλητική | δυστοκία | δυστοκία | δυστοκίαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυστοκία θηλυκό