Δείτε επίσης: άτεκνος

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἄτεκνος < στερητικό ἄ- + τέκν(ον) + -ος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ἄτεκνος

  • άτεκνος, αυτός που δεν έχει αποκτήσει παιδιά

  ΠηγέςΕπεξεργασία