πολυτεκνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυτεκνία | οι | πολυτεκνίες |
γενική | της | πολυτεκνίας | — | |
αιτιατική | την | πολυτεκνία | τις | πολυτεκνίες |
κλητική | πολυτεκνία | πολυτεκνίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυτεκνία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυτεκνία θηλυκό
- το να έχει κανείς πολλά παιδιά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυτεκνία
|