πρωτοτοκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτοτοκία < ελληνιστική κοινή πρωτοτοκία[1] < αρχαία ελληνική πρῶτος + τόκος < τίκτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοτοκία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του πρωτότοκου, το να είναι κάποιος πρωτότοκος
- (λόγιο) ο πρώτος τοκετός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοτοκία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρωτοτοκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.