Άβελ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Άβελ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἄβελ < απώτατη αρχή: αρχαία εβραϊκή הֶבֶל, εβραϊκό όνομα הבל (Hẹḇel) (ανάσα, ατμός, πνοή, απώλεια, ματαιότητα) ή, κατ' άλλους, από την ακκαδική λέξη ablu (γιος) ή από λέξη που σημαίνει κτηνοτρόφος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆβελ αρσενικό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Άβελ στη Βικιπαίδεια