second
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
second | seconds |
second (en)
- το δευτερόλεπτο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | second |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seconds |
αόριστος | seconded |
παθητική μετοχή | seconded |
ενεργητική μετοχή | seconding |
second (en)