Ετυμολογία

επεξεργασία
second-hand < second + hand

  Επίθετο

επεξεργασία

second-hand (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (για αντικείμενα) από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένος
  2. (για πωλητές) που ασχολείται με το εμπόριο μεταχειρισμένων

  Επίρρημα

επεξεργασία

second-hand (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (συχνά κακόσημο) από δεύτερο χέρι, με έμμεσο τρόπο
    ⮡  I learned the information second-hand.
    Έμαθα τις πληροφορίες από δεύτερο χέρι.