second-hand
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsecond-hand (en) (χωρίς παραθετικά)
- (για αντικείμενα) από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένος
- (για πωλητές) που ασχολείται με το εμπόριο μεταχειρισμένων
Επίρρημα
επεξεργασίαsecond-hand (en) (χωρίς παραθετικά)
- (συχνά κακόσημο) από δεύτερο χέρι, με έμμεσο τρόπο
- ⮡ I learned the information second-hand.
- Έμαθα τις πληροφορίες από δεύτερο χέρι.
- ⮡ I learned the information second-hand.