second nature
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsecond nature (en) (μη μετρήσιμο)
- η δεύτερη φύση, κάτι που το κάνω πολύ εύκολα και φυσικά, γιατί είναι μέρος του χαρακτήρα μου ή το έχω κάνει τόσες φορές
- ⮡ The habit is becoming second nature.
- Η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση.
- ⮡ The habit is becoming second nature.