nature
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnature (en)
- (μη μετρήσιμο) η φύση, όλα τα φυτά, τα ζώα και τα πράγματα που υπάρχουν στο σύμπαν που δεν είναι φτιαγμένα από ανθρώπους
- ↪ We left the city and went out into nature.
- Αφήσαμε την πόλη και βγήκαμε έξω, στη φύση.
- ↪ Industries pollute/contaminate nature.
- Οι βιομηχανίες ρυπαίνουν/μολύνουν τη φύση.
- ↪ Natural sciences is the study of nature.
- Οι φυσικές επιστήμες μελετούν τη φύση.
- ↪ We left the city and went out into nature.
- (μη μετρήσιμο) η φύση, ο τρόπος που συμβαίνουν τα πράγματα στον φυσικό κόσμο όταν δεν ελέγχεται από ανθρώπους
- ↪ the secrets/forces/laws of nature - τα μυστικά/οι δυνάμεις/οι νόμοι της φύσης
- ↪ Leave it to nature!
- Ασ' το στη φύση!
- ↪ Let nature take its course.
- Ασ' τη φύση να τραβήξει το δρόμο της.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φύση, ο συνήθης τρόπος που συμπεριφέρεται ένα άτομο ή ένα ζώο που είναι μέρος του χαρακτήρα τους
- ↪ His job is dangerous/tiring/difficult by nature.
- Η δουλειά του είναι από τη φύση της επικίνδυνη/κουραστική/δύσκολη.
- ↪ His job is dangerous/tiring/difficult by nature.
Πηγές
επεξεργασία- nature - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 953. ISBN 9780194325684., λήμμα: φύση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nature | natures |
nature (fr)
- η φύση
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnature (eo)