↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξίσωση οι εξισώσεις
      γενική της εξίσωσης* των εξισώσεων
    αιτιατική την εξίσωση τις εξισώσεις
     κλητική εξίσωση εξισώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξισώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξίσωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξίσωσις
(μαθηματικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική équation[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈksi.so.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξί‐σω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξίσωση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία δύο άνισα και ανόμοια στοιχεία μετατρέπονται σε ίσα
     συνώνυμα: εξομοίωση
  2. (μαθηματικά) μαθηματική έκφραση με δύο ίσα σκέλη, τα οποία ενώνονται με το σημείο του ίσον (=)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία