ίσον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίσον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ίσος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίσον ουδέτερο
- το γραπτό σημείο (=) το οποίο δηλώνει ότι αυτό που προηγείται του σημείου ισούται με αυτό που ακολουθεί
- (μαθηματικά) προφορική έκφραση του συμβόλου της ισότητας που αντιστοιχεί στα: ισούται με το, είναι ίσο με το
- δύο συν δύο ίσον τέσσερα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύμβολο