εξισώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξισώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξισώνω
- θα εξισώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξισώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξισώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξίσωση