secondary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsecondary (en)
- δευτερεύων, που είναι λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο
- ↪ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
- Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης οι ηγέτες των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για ποικίλα δευτερεύοντα θέματα.
- ↪ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.