• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γυμνο-

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : γυμνό

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Πρόθημα
      • 1.3.1 Άλλες μορφές
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνο- < ελληνιστική κοινή γυμνο- < αρχαία ελληνική γυμνός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gymno-)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝi.mno/

Πρόθημα

επεξεργασία

γυμνο-

  1. α’ συνθετικό που δείχνει το μέρος (του σώματος) που είναι γυμνό, χωρίς ρούχο
    γυμνόστηθος
  2. α’ συνθετικό που δείχνει την απουσία αυτού που δηλώνει το β’ συνθετικό
    γυμνόρριζος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • γυμνό-
  • γυμν-

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη γυμνός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γυμνο-
  • αγγλικά : gymno- (en)
  • γαλλικά : gymno- (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γυμνο-&oldid=5464963"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 04:46

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 04:46. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας