γυμνο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυμνο- < ελληνιστική κοινή γυμνο- < αρχαία ελληνική γυμνός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gymno-)
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαγυμνο-
- α’ συνθετικό που δείχνει το μέρος (του σώματος) που είναι γυμνό, χωρίς ρούχο
- α’ συνθετικό που δείχνει την απουσία αυτού που δηλώνει το β’ συνθετικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γυμνός