σχολάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σχολάριος | οι | σχολάριοι |
γενική | του | σχολάριου & σχολαρίου |
των | σχολάριων & σχολαρίων |
αιτιατική | τον | σχολάριο | τους | σχολάριους & σχολαρίους |
κλητική | σχολάριε | σχολάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίασχολάριος λέξη βυζαντινή < Σχολαί (Παλατινές Σχολές ή απλώς Σχολές, που σήμαιναν τμήματα στρατού και όχι εκπαιδευτικές σχολές μέχρι τον 9ο μ.Χ. αιώνα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχολάριος αρσενικό
- ο στρατιώτης που λόγω ανδρείας ή καταγωγής έμπαινε στην αυτοκρατορική φρουρά του Βυζαντίου η οποία συνεστήθη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και ονομάστηκε Σχολαί, προκειμένου να αποδυναμώσει τους Πραιτωριανούς που τον αντιπολιτεύονταν
- (με κεφαλαίο αρχικό) επώνυμο του Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου (κατά κόσμον Γεώργιος Σχολάριος) που μάλλον πήρε αυτό το επώνυμο επειδή κάποιος στην οικογένειά του υπήρξε σχολάριος
Συγγενικά
επεξεργασία- σκουλαρίκι
- σχολαρίκιον και σκολαρίκιον
- σχολαρικός
- σχολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχολάριος