↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχολαρικός η σχολαρική το σχολαρικό
      γενική του σχολαρικού της σχολαρικής του σχολαρικού
    αιτιατική τον σχολαρικό τη σχολαρική το σχολαρικό
     κλητική σχολαρικέ σχολαρική σχολαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχολαρικοί οι σχολαρικές τα σχολαρικά
      γενική των σχολαρικών των σχολαρικών των σχολαρικών
    αιτιατική τους σχολαρικούς τις σχολαρικές τα σχολαρικά
     κλητική σχολαρικοί σχολαρικές σχολαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχολαρικός < αμάρτυρος μεσαιωνικός τύπος *σχολαρικός[1] (σχολαρικόν, ουδέτερο στη φράση σχολαρικόν ἐνώτιον [2] < σχολάρ(ιος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σχολαρικός, -ή, ό

  • που σχετίζεται με τον σχολάριο ή αναφέρεται σε αυτόν

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. απόσπασμα Hellēnika: Parartēma, Volumes 18-20 1968, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών χρειάζεται παράθεμα
  2. λήμμα «σκολαρίκι» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
    ΣτΕ: δίνει την πηγή: «Φ. Κουκουλές, στην Επετ.[ηρίδα] Βυζαντ[ινών] Σπουδ[ών], 7, 35