φοιτάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοιτάω < (ίσως) προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοιτάω
- περιπλανιέμαι σαν τρελός, σαν μανιακός, πηγαινοέρχομαι άσκοπα πάνω-κάτω, περιφέρομαι διαρκώς από το ένα μέρος στο άλλο ή συνεχώς επανέρχομαι σε ένα μέρος
- φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ ἀγρονόμοις αὐλαῖς : (έρωτα) που περιπλανιέσαι ορμητικά σε θάλασσα και σε στεριά, στα σπίτια
- ...φοιτῶντ᾽ ἄνδρα μανιάσιν νόσοις : και ενώ ο άνδρας πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω σαν τρελος από την αρρώστια
- γενικά επανέρχομαι χωρίς την έννοια της μανίας, συχνάζω για κάποιο λόγο
- Πολλάκις μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ ἐνύπνιον : επανέρχεται πολλές φορές το ίδιο όνειρο
- φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας : χτυπάς συνέχεια την πόρτα (ενός ισχυρού άνδρα για να σε βοηθήσει)
- ἐς τὰ χρηστήρια φοιτεόντων : ποιοί σύχναζαν στο μαντείο για χρησμούς
- πηγαίνω τακτικά σε ένα μέρος (στο σχολείο, στο διδάσκαλο) και μαθαίνω, διδάσκομαι, σπουδάζω
- παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς διδασκάλου οἶκον
- ἔφην ἐγώ, ὦ Διοτίμα, ἐθαύμαζον ἐπὶ σοφίᾳ καὶ ἐφοίτων παρὰ σὲ αὐτὰ ταῦτα μαθησόμενος (Πλάτων, Συμπόσιο)
- έχω ερωτική σχέση, συνευρίσκομαι
- ἐν περιτροπῇ γὰρ δὴ αἱ γυναῖκες φοιτέουσι τοῖσι Πέρσῃσι : γιατι οι γυναίκες των Περσών κοιμώνται με αυτούς με τη σειρά, εκ περιτροπής
- εμπορεύματα που εισάγονται με κανονική συχνότητα, διαρκώς
- ...ἐκ τῶν ὁ κασσίτερος ἡμῖν φοιτᾷ : από τις οποίες (χώρες) εισάγεται σε εμάς τακτικά ο κασσίτερος (Ηροδ. Ιστορ.)
- (μεταφορικά) κινούμαι με κανονική ροή, ρυθμό
- τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα : έρρεαν τα ούρα καθαρά
- διαδίδω
- λόγος ἐφοίτα πολὺς ἀνδρί σε τῶν δυνατῶν καὶ μεγάλων συνεῖναι: και ήταν διαδεδομένη, λεγόταν από στόμα σε στόμα, επαναλαμβανόταν η ιστορία ότι συναντάς έναν ισχυρό άνδρα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.