Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φοίτησῐς αἱ φοιτήσεις
      γενική τῆς φοιτήσεως τῶν φοιτήσεων
      δοτική τῇ φοιτήσει ταῖς φοιτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φοίτησῐν τὰς φοιτήσεις
     κλητική ! φοίτησῐ φοιτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φοιτήσει
γεν-δοτ τοῖν  φοιτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοίτησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοίτησις θηλυκό

  1. το να συχνάζεις κάπου
  2. (ελληνιστική σημασία) η φοίτηση, το να πηγαίνεις σε σχολείο

  Πηγές επεξεργασία