Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποφοιτήριο τα αποφοιτήρια
      γενική του αποφοιτηρίου
αποφοιτήριου
των αποφοιτηρίων
    αιτιατική το αποφοιτήριο τα αποφοιτήρια
     κλητική αποφοιτήριο αποφοιτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφοιτήριο < *αποφοιτητήριο < αποφοιτώ + -τήριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποφοιτήριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία