Δείτε επίσης: ἀποφοιτήσας
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφοιτήσας η αποφοιτήσασα το αποφοιτήσαν
      γενική του αποφοιτήσαντος
αποφοιτήσαντα1
της αποφοιτήσασας
αποφοιτησάσης*
του αποφοιτήσαντος
    αιτιατική τον αποφοιτήσαντα την αποφοιτήσασα το αποφοιτήσαν
     κλητική αποφοιτήσας αποφοιτήσασα αποφοιτήσαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφοιτήσαντες οι αποφοιτήσασες τα αποφοιτήσαντα
      γενική των αποφοιτησάντων των αποφοιτησασών των αποφοιτησάντων
    αιτιατική τους αποφοιτήσαντες τις αποφοιτήσασες τα αποφοιτήσαντα
     κλητική αποφοιτήσαντες αποφοιτήσασες αποφοιτήσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποφοιτήσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποφοιτήσας, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποφοιτάω

αποφοιτήσας, αποφοιτήσασα, αποφοιτήσαν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία