Δείτε επίσης: αποφοιτήσας
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀποφοιτήσᾱς ἀποφοιτήσᾱσ τὸ ἀποφοιτῆσᾰν
      γενική τοῦ ἀποφοιτήσᾰντος τῆς ἀποφοιτησᾱ́σης τοῦ ἀποφοιτήσᾰντος
      δοτική τῷ ἀποφοιτήσᾰντ τῇ ἀποφοιτησᾱ́σ τῷ ἀποφοιτήσᾰντ
    αιτιατική τὸν ἀποφοιτήσᾰντ τὴν ἀποφοιτήσᾱσᾰν τὸ ἀποφοιτῆσᾰν
     κλητική ! ἀποφοιτήσᾱς ἀποφοιτήσᾱσ ἀποφοιτῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀποφοιτήσᾰντες αἱ ἀποφοιτήσᾱσαι τὰ ἀποφοιτήσᾰντ
      γενική τῶν ἀποφοιτησᾰ́ντων τῶν ἀποφοιτησᾱσῶν τῶν ἀποφοιτησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἀποφοιτήσᾱσῐ(ν) ταῖς ἀποφοιτησᾱ́σαις τοῖς ἀποφοιτήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀποφοιτήσᾰντᾰς τὰς ἀποφοιτησᾱ́σᾱς τὰ ἀποφοιτήσᾰντ
     κλητική ! ἀποφοιτήσᾰντες ἀποφοιτήσᾱσαι ἀποφοιτήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποφοιτήσᾰντε τὼ ἀποφοιτησᾱ́σ τὼ ἀποφοιτήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀποφοιτήσᾰ́ντοιν τοῖν ἀποφοιτησᾱ́σαιν τοῖν ἀποφοιτησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀποφοιτήσας, -ασα, -αν