Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀποφοιτήσας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αποφοιτήσας
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀποφοιτήσᾱ
ς
ἡ
ἀποφοιτήσᾱσ
ᾰ
τὸ
ἀποφοιτῆσᾰν
γενική
τοῦ
ἀποφοιτήσᾰντ
ος
τῆς
ἀποφοιτησᾱ́σ
ης
τοῦ
ἀποφοιτήσᾰντ
ος
δοτική
τῷ
ἀποφοιτήσᾰντ
ῐ
τῇ
ἀποφοιτησᾱ́σ
ῃ
τῷ
ἀποφοιτήσᾰντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἀποφοιτήσᾰντ
ᾰ
τὴν
ἀποφοιτήσᾱσ
ᾰν
τὸ
ἀποφοιτῆσᾰν
κλητική
ὦ
!
ἀποφοιτήσᾱ
ς
ἀποφοιτήσᾱσ
ᾰ
ἀποφοιτῆσᾰν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀποφοιτήσᾰντ
ες
αἱ
ἀποφοιτήσᾱσ
αι
τὰ
ἀποφοιτήσᾰντ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀποφοιτησᾰ́ντ
ων
τῶν
ἀποφοιτησᾱσ
ῶν
τῶν
ἀποφοιτησᾰ́ντ
ων
δοτική
τοῖς
ἀποφοιτήσᾱ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἀποφοιτησᾱ́σ
αις
τοῖς
ἀποφοιτήσᾱ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἀποφοιτήσᾰντ
ᾰς
τὰς
ἀποφοιτησᾱ́σ
ᾱς
τὰ
ἀποφοιτήσᾰντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀποφοιτήσᾰντ
ες
ἀποφοιτήσᾱσ
αι
ἀποφοιτήσᾰντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀποφοιτήσᾰντ
ε
τὼ
ἀποφοιτησᾱ́σ
ᾱ
τὼ
ἀποφοιτήσᾰντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἀποφοιτήσᾰ́ντ
οιν
τοῖν
ἀποφοιτησᾱ́σ
αιν
τοῖν
ἀποφοιτησᾰ́ντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύσας'
όπως «
νικήσας
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀποφοιτήσας, -ασα, -αν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἀπεφοίτησα
)
του ρήματος
ἀποφοιτῶ (ἀποφοιτάω)