Δείτε επίσης: ἀπόφοιτος

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η απόφοιτος οι απόφοιτοι
      γενική του/της
του
αποφοίτου
απόφοιτου
των αποφοίτων
& απόφοιτων
    αιτιατική τον/την απόφοιτο τους/τις
τους
αποφοίτους
απόφοιτους
     κλητική απόφοιτε απόφοιτοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

απόφοιτος αρσενικό ή θηλυκό [3] (στο θηλυκό, επίσης η απόφοιτη)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. απόφοιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. απόφοιτος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «απόφοιτος» (ο/η) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
    ΣτΕ: Μόνο ως ουσιαστικού κοινού γένους με τύπους -ου και -οίτου, -των & -οίτων, -ους & -οίτους