rating
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rating | ratings |
rating (en)
- (μετρήσιμο) η κατάταξη, η βαθμολογία, μια μέτρηση του πόσο καλός, δημοφιλής, σημαντικός κτλ. είναι κάποιος ή κάτι, ειδικά σε σχέση με άλλα άτομα ή πράγματα
- ⮡ the rating of such-and-such a restaurant - η κατάταξη του τάδε εστιατορίου
- ⮡ The movies which have the highest rating right now.
- Οι ταινίες που έχουν την υψηλότερη βαθμολογία αυτή τη στιγμή.
- ⮡ Fitch downgraded Great Britain’s creditworthiness rating to “AA+” from “AAA”.
- Η Fitch υποβάθμισε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Μ. Βρετανίας σε "ΑΑσυν" από "ΑΑΑ".
- ≈ συνώνυμα: ranking
- (μόνο στον πληθυντικό) η ακροαματικότητα
- ⮡ Her show has high ratings.
- Το πρόγραμμά της έχει μεγάλη ακροαματικότητα.
- ⮡ Her show has high ratings.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Nielsen ratings στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrating (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του rate
Πηγές
επεξεργασία- rating - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 27. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακροαματικότητα