Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροαματικότητα οι ακροαματικότητες
      γενική της ακροαματικότητας των ακροαματικοτήτων
    αιτιατική την ακροαματικότητα τις ακροαματικότητες
     κλητική ακροαματικότητα ακροαματικότητες
Η γενική πληθυντικού χρησιμοποιείται σπάνια
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροαματικότητα < ακροαματικ(ός) + -ότης > -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo.a.ma.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐α‐μα‐τι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροαματικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία