βαθμοθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαθμοθέτηση | οι | βαθμοθετήσεις |
γενική | της | βαθμοθέτησης* | των | βαθμοθετήσεων |
αιτιατική | τη | βαθμοθέτηση | τις | βαθμοθετήσεις |
κλητική | βαθμοθέτηση | βαθμοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαθμοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.θmoˈθe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θμο‐θέ‐τη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαθμοθέτηση θηλυκό
- η ενέργεια του βαθμοθετώ, η βαθμολόγηση
- ※ Για να βοηθηθεί η κλινική εκτίμηση, ένας αριθμός εξετάσεων έχει καθορισθεί για την βαθμοθέτηση της Νευρολογικής κατάστασης, βασισμένος σε επιλεγμένες παραμέτρους.
- Παναγιώτης Κοττίκας, Προγνωστική σημασία της τιμής αυξητικής ορμόνης στις βαρείες κρανοεγκεφαλικές κακώσεις, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Σχολή Επιστημών Υγείας, Τμήμα Ιατρικής, 1996, σελ. 2
- ※ Για να βοηθηθεί η κλινική εκτίμηση, ένας αριθμός εξετάσεων έχει καθορισθεί για την βαθμοθέτηση της Νευρολογικής κατάστασης, βασισμένος σε επιλεγμένες παραμέτρους.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαθμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθμοθέτηση
→ δείτε τη λέξη βαθμολόγηση |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- βαθμοθέτηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)