Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμοθεσία οι βαθμοθεσίες
      γενική της βαθμοθεσίας των βαθμοθεσιών
    αιτιατική τη βαθμοθεσία τις βαθμοθεσίες
     κλητική βαθμοθεσία βαθμοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμοθεσία < βαθμο- + -θεσία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.θmo.θeˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐θμο‐θε‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαθμοθεσία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία