πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκοπευτήριο τα σκοπευτήρια
      γενική του σκοπευτηρίου
& σκοπευτήριου
των σκοπευτηρίων
    αιτιατική το σκοπευτήριο τα σκοπευτήρια
     κλητική σκοπευτήριο σκοπευτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα εξασκείται στη σκοποβολή σε κλειστό σκοπευτήριο

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκοπευτήριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία