σκοπευτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοπευτήριο < μεσαιωνική ελληνική σκοπευτήριον < σκοπευτής < αρχαία ελληνική σκοπεύω < σκοπός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.peˈfti.ɾi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοπευτήριο ουδέτερο
- χώρος, κλειστός ή ανοιχτός και με κατάλληλη διαμόρφωση, στον οποίο εξασκούνται στη σκοποβολή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοπευτήριο
|