σκοπευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκοπευτής < ελληνιστική κοινή σκοπευτής < αρχαία ελληνική σκοπεύω / σκοπέω < σκοπός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική franc-tireur[1])
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.peˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐πευ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκοπευτής αρσενικό (θηλυκό σκοπεύτρια)
Συγγενικά
επεξεργασία- σκοπευτήριο
- σκοπευτικός
- σκοπεύτρια
- σκόπευτρο
- → δείτε τις λέξεις σκοπεύω και σκοπός