σκοποβολή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκοποβολή < σκοπός + -ο- + βολή (< αρχαία ελληνική βάλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.po.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐πο‐βο‐λή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκοποβολή θηλυκό
- βολή με όπλο προς κάποιον στόχο
- (κατ’ επέκταση) εξάσκηση στη βολή με όπλο προς κάποιον στόχο
- (κατ’ επέκταση, αθλητισμός) άθλημα που περιλαμβάνει βολή με όπλο προς κάποιον στόχο