σκοποβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.po.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐πο‐βο‐λή
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοποβολή θηλυκό
- βολή με όπλο προς κάποιον στόχο
- (κατ’ επέκταση) εξάσκηση στη βολή με όπλο προς κάποιον στόχο
- (κατ’ επέκταση, αθλητισμός) άθλημα που περιλαμβάνει βολή με όπλο προς κάποιον στόχο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ σελ. 912, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές επεξεργασία
- σκοποβολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- σκοποβολή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)