Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοποβολή οι σκοποβολές
      γενική της σκοποβολής των σκοποβολών
    αιτιατική τη σκοποβολή τις σκοποβολές
     κλητική σκοποβολή σκοποβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοποβολή (μαρτυρείται από το 1868) [1] < σκοπός + -ο- + βολή (< αρχαία ελληνική βάλλω)
 
Αθλητές σκοποβολής.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sko.po.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐πο‐βο‐λή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοποβολή θηλυκό

  1. βολή με όπλο προς κάποιον στόχο
  2. (κατ’ επέκταση) εξάσκηση στη βολή με όπλο προς κάποιον στόχο
  3. (κατ’ επέκταση, αθλητισμός) άθλημα που περιλαμβάνει βολή με όπλο προς κάποιον στόχο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 912, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία