Δείτε επίσης: TIR
      ενικός         πληθυντικός  
tir tirs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tir (fr) αρσενικό

  1. ο πυροβολισμός
  2. (συνεκδοχικά) χώρος σκοποβολής
  3. (αθλητισμός) το σουτ, το σουτάρισμα, η βολή

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη tirer