tir
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tir | tirs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tir (fr) αρσενικό
- ο πυροβολισμός
- (συνεκδοχικά) χώρος σκοποβολής
- (αθλητισμός) το σουτ, το σουτάρισμα, η βολή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη tirer
ενικός | πληθυντικός |
tir | tirs |
tir (fr) αρσενικό