ποδοσφαιριστής την ώρα του σουτ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. σουτ (ουσιαστικό) < αγγλική shoot
  2. σουτ (επιφώνημα) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επιφώνημα

επεξεργασία

σουτ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία