σουτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουτ (ουσιαστικό) < αγγλική shoot
- σουτ (επιφώνημα) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουτ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) η βολή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίασουτ
- σιωπή !