Δείτε επίσης: tir

  Ετυμολογία

επεξεργασία
TIR < Transports Internationaux Routiers

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tiʁ/ & /te.i.ɛʁ/

  Συντομομορφή

επεξεργασία

TIR (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό ακρωνύμιο