Ετυμολογία

επεξεργασία

διατρέχω, αόρ.: διέτρεξα, χωρίς παθητική φωνή

  1. διασχίζω
  2. βρίσκομαι σε νοερή γραμμή, εκτείνομαι κατά μήκος
  3. διανύω χρονικό διάστημα

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. διατρέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. διατρέχω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)