διατρέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διατρέχω < αρχαία ελληνική διατρέχω < διά + τρέχω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική parcourir[1] [2])
Ρήμα
επεξεργασία
διατρέχω, αόρ.: διέτρεξα, χωρίς παθητική φωνή
Συγγενικά
επεξεργασία- διατρέξαντα
- → δείτε τις λέξεις διά και τρέχω
Εκφράσεις
επεξεργασία- διατρέχω κίνδυνο
- τα διατρέξαντα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διατρέχω | διέτρεχα | θα διατρέχω | να διατρέχω | διατρέχοντας | |
β' ενικ. | διατρέχεις | διέτρεχες | θα διατρέχεις | να διατρέχεις | διάτρεχε | |
γ' ενικ. | διατρέχει | διέτρεχε | θα διατρέχει | να διατρέχει | ||
α' πληθ. | διατρέχουμε | διατρέχαμε | θα διατρέχουμε | να διατρέχουμε | ||
β' πληθ. | διατρέχετε | διατρέχατε | θα διατρέχετε | να διατρέχετε | διατρέχετε | |
γ' πληθ. | διατρέχουν(ε) | διέτρεχαν διατρέχαν(ε) |
θα διατρέχουν(ε) | να διατρέχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέτρεξα | θα διατρέξω | να διατρέξω | διατρέξει | ||
β' ενικ. | διέτρεξες | θα διατρέξεις | να διατρέξεις | διάτρεξε | ||
γ' ενικ. | διέτρεξε | θα διατρέξει | να διατρέξει | |||
α' πληθ. | διατρέξαμε | θα διατρέξουμε | να διατρέξουμε | |||
β' πληθ. | διατρέξατε | θα διατρέξετε | να διατρέξετε | διατρέξτε | ||
γ' πληθ. | διέτρεξαν διατρέξαν(ε) |
θα διατρέξουν(ε) | να διατρέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διατρέξει | είχα διατρέξει | θα έχω διατρέξει | να έχω διατρέξει | ||
β' ενικ. | έχεις διατρέξει | είχες διατρέξει | θα έχεις διατρέξει | να έχεις διατρέξει | ||
γ' ενικ. | έχει διατρέξει | είχε διατρέξει | θα έχει διατρέξει | να έχει διατρέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διατρέξει | είχαμε διατρέξει | θα έχουμε διατρέξει | να έχουμε διατρέξει | ||
β' πληθ. | έχετε διατρέξει | είχατε διατρέξει | θα έχετε διατρέξει | να έχετε διατρέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν διατρέξει | είχαν διατρέξει | θα έχουν διατρέξει | να έχουν διατρέξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ διατρέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ διατρέχω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)