Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατρέχω < αρχαία ελληνική διατρέχω < διά + τρέχω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική parcourir[1] [2])

  Ρήμα επεξεργασία

διατρέχω, αόρ.: διέτρεξα, χωρίς παθητική φωνή

  1. διασχίζω
  2. βρίσκομαι σε νοερή γραμμή, εκτείνομαι κατά μήκος
  3. διανύω χρονικό διάστημα

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. διατρέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. διατρέχωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)