Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διηνεκής η διηνεκής το διηνεκές
      γενική του διηνεκούς* της διηνεκούς του διηνεκούς
    αιτιατική τον διηνεκή τη διηνεκή το διηνεκές
     κλητική διηνεκή(ς) διηνεκής διηνεκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διηνεκείς οι διηνεκείς τα διηνεκή
      γενική των διηνεκών των διηνεκών των διηνεκών
    αιτιατική τους διηνεκείς τις διηνεκείς τα διηνεκή
     κλητική διηνεκείς διηνεκείς διηνεκή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διηνεκής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διηνεκής

  Επίθετο επεξεργασία

διηνεκής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

διηνεκής < (διά) δι- + -ηνεκής (< -ηνεκ + -ής) < θέμα ενεκ- με έκταση του αρχικού φωνήεντος στη σύνθεση < ἐνεγκεῖν → δείτε τη λέξη ἤνεγκον (β' αόριστος του φέρω)[1]

  Επίθετο επεξεργασία

διηνεκής, -ής, -ές

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία